- μάρπτις
- μάρπτις, ὁ,A seizer, ravisher, A.Supp.826 (lyr.); μάρπτυς (sic): ὑβριστής, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάρπτις — μάρπτις, ιος, ὁ (Α) αυτός που αρπάζει κάτι βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρπτω (για το επίθημα τις τής λ. βλ. και μάντις)] … Dictionary of Greek
μάρπτις — seizer fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρπτι — μάρπτις seizer fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
merk̂- — merk̂ English meaning: to grab Deutsche Übersetzung: “fassen, ergreifen” Material: O.Ind. mr̥sáti “berũhrt, faßt an”, Gk. βρακεῖν συνιέναι, δυσβράκανος “ heavy to behandeln” Hes., βράκετον πλῆθος, βράττειν πληθύνειν βαρύνειν Hes … Proto-Indo-European etymological dictionary